άμυγμα

άμυγμα
το άμυγμός ο см. αμυχή

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άμυγμα" в других словарях:

  • άμυγμα — ἄμυγμα, το (Α) [ἀμύσσω] γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή …   Dictionary of Greek

  • ἄμυγμα — scratching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγμοῖς — ἄμυγμα scratching masc dat pl ἀμυγμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμύγμασιν — ἄμυγμα scratching neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμύγματα — ἄμυγμα scratching neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμυγμός — ἀμυγμός, ο (Α) [ἀμύσσω] το άμυγμα …   Dictionary of Greek

  • αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»